βρέχω

βρέχω
(αόρ. έβρεξα, παθ. αόρ. βράχηκα и εβράχην) μετ.
1) мочить, смачивать; увлажнять; 2) поливать (улицу); брызгать (бельё и т. п.); 3) пропитывать; промачивать; έβρεξα τα πόδια μου я промочил ноги; 4) окунать, погружать; 5) απρόσ. идёт дождь; 6) перен. разг выпить; (в)спрыснуть, обмыть (что-л.); να τα βρέξουμε давайте выпьем по этому случаю;

§ βρέχω τον λάρυγγα μου — промочить горло;

βρέχω τό στρώμα μου — мочиться в постели (о младенцах);

τού τίς έβρεξα я его избил;

αυτός όμως αλλού ( — или πέρα) βρέχει ≈ — а) ему как об стенку горох; — б) он остался глух к моей просьбе; — аχω κάποιον μη στάξει και μη βρέξει — носить кого-л. на руках; — каждую пылинку сдувать с кого-л.;

ό, τι βρέξει ας κατεβάσει будь, что будет;
βρέξε θεέ μου κάστανα και ρίξε καρυδάκια! держи карман шире!; βρέξε κώλο (или πόδια), φάε (или να φας) ψάρι или αν δεν βρέξεις κώλο δεν τρως ψάρι посл. ≈ без труда не вытащить и рыбку из пруда;

βρέχομαι

1) — промокать;

βράχηκα ως το κόκκαλο я промок до костей;
2) мочиться;

§ ούτε βρέχεται, ούτε λιάζεται — погов, он себе и ухом не ведёт


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βρέχω" в других словарях:

  • βρέχω — Acut. (Sp.) pres subj act 1st sg βρέχω Acut. (Sp.) pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέχω — βρέχω, έβρεξα βλ. πίν. 31 (και ως απρόσ. βρέχει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • βρέχω — έβρεξα, βράχηκα και βρέχτηκα, βρεγμένος 1. υγραίνω, μουσκεύω: Μ’ έπιασε βροχή στο δρόμο και βράχηκα ως το κόκαλο. 2. κατουρώ: Το μωρό με έβρεξε όταν το πήρα στην αγκαλιά μου. 3. απρόσ., βρέχει ρίχνει βροχή: O Mάρτιος μας έβρεξε καλά φέτος. 4. φρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρέχον — βρέχω Acut. (Sp.) pres part act masc voc sg βρέχω Acut. (Sp.) pres part act neut nom/voc/acc sg βρέχω Acut. (Sp.) imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) βρέχω Acut. (Sp.) imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβρεγμένα — βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp neut nom/voc/acc pl βεβρεγμένᾱ , βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc/acc dual βεβρεγμένᾱ , βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέξαι — βρέχω Acut. (Sp.) aor imperat mid 2nd sg βρέχω Acut. (Sp.) aor inf act βρέξαῑ , βρέχω Acut. (Sp.) aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέξον — βρέχω Acut. (Sp.) aor imperat act 2nd sg βρέχω Acut. (Sp.) fut part act masc voc sg βρέχω Acut. (Sp.) fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέξω — βρέχω Acut. (Sp.) aor subj act 1st sg βρέχω Acut. (Sp.) fut ind act 1st sg βρέχω Acut. (Sp.) aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέχεσθε — βρέχω Acut. (Sp.) pres imperat mp 2nd pl βρέχω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd pl βρέχω Acut. (Sp.) imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέχῃ — βρέχω Acut. (Sp.) pres subj mp 2nd sg βρέχω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg βρέχω Acut. (Sp.) pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»